ἀνθρακεύσαντες

ἀνθρακεύσαντες
ἀνθρακεύω
make charcoal
aor part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνουσιάζω — ΝΜΑ [συνουσία] (στη νεοελλ. μόνον το μέσ. συνουσιάζομαι) έρχομαι σε σαρκική επαφή, κάνω έρωτα με κάποιον μσν. μτφ. συνενώνω («περόνας σιδηρᾱς ἀνθρακεύσαντες καὶ μάλα καρτερῶς ταύτας συνουσιάσαντες τῷ πυρί», Θεοφύλ. Σ.) αρχ. 1. συναναστρέφομαι με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”